- αλλούβια
- η(ενν. εδάφη), εδάφη με αργιλώδη ή αμμώδη σύσταση που δημιουργήθηκαν από προσχώσεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλλούβια — τα (Γεωλ.) υλικά τα οποία αποθέτονται από ποταμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. μτγν. λατ. alluvia, πληθ. τού alluvium, ουδ. τού alluvius «αλλουβιακός» < λατ. alluo «κατακλύζω, πλημμυρίζω» < λατ. προθ. ad «προς» + luo… … Dictionary of Greek
αλλουβιακός — ή, ό (Γεωλ.) ο αποτελούμενος από προσχώσεις ή ο προερχόμενος από πρόσχωση «αλλουβιακά ριπίδια», «αλλουβιακό πεδίο», «αλλουβιακός σχηματισμός». [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλούβια, πρβλ. αγγλ. alluvial ή alluvian] … Dictionary of Greek
υπερχείλιση — η, Ν [υπερχειλίζω] 1. ξεχείλισμα, το να χύνεται νερό ή άλλο υγρό από τα χείλη αγγείου, από την κοίτη ποταμού, από τη στεφάνη φράγματος 2. φρ. «πεδιάδα υπερχείλισης [ή κατάκλυσης]» (γεωμορφ.) επίπεδη, χερσαία έκταση κοντά σε ένα υδάτινο ρεύμα, η… … Dictionary of Greek
πορώδες — Μικρά διάκενα μέσα στα στερεά σώματα, περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένα, που διακρίνονται είτε μακροσκοπικά είτε μικροσκοπικά. Παραδείγματα μακροσκοπικού π. είναι οι σπόγγοι, η κίσσηρις (ελαφρόπετρα) κλπ.· το π. σε βαθμό μικροσκοπικής παρατήρησης … Dictionary of Greek